lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσμεύω στα δανική

Λέξη:
δεσμεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
binde, forbinde, knop, knut, knytte, snøre
Σχετικές λέξεις:
δανική δεσμεύω, δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω στα δανική, binde στα ελληνικά
δεσμεύω στα δανική