lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσμεύω στα γερμανικά

Λέξη:
δεσμεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
anschließen, binden, verbinden, verknüpfen, zusammenschließen, bindung
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δεσμεύω, δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω στα γερμανικά, anschließen στα ελληνικά
δεσμεύω στα γερμανικά