lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πόστο στα βουλγαρικά

Λέξη:
πόστο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (4):
аванпост, часовой, работа, отношение
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά πόστο, πόστο συνώνυμο, πόστο συνώνυμα, πόστο μεταφραση, πόστο μαρούσι, πόστο λαμία, πόστο στα βουλγαρικά, аванпост στα ελληνικά
πόστο στα βουλγαρικά