lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πόστο στα λιθουανική

Λέξη:
πόστο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (12):
darbas, korespondencija, paštas, postas, profesija, punktas, sargyba, sargybinis, stotis, tarnyba, užduotis, vieta
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική πόστο, πόστο συνώνυμο, πόστο συνώνυμα, πόστο μεταφραση, πόστο μαρούσι, πόστο λαμία, πόστο στα λιθουανική, darbas στα ελληνικά
πόστο στα λιθουανική