lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πόστο στα δανική

Λέξη:
πόστο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (18):
arbejd, arbejde, beliggenhed, bestilling, embede, forpost, holdning, job, opgave, post, rang, standpunkt, station, stilling, tilstand, tjeneste, udpost, vagtpost
Σχετικές λέξεις:
δανική πόστο, πόστο συνώνυμο, πόστο συνώνυμα, πόστο μεταφραση, πόστο μαρούσι, πόστο λαμία, πόστο στα δανική, arbejd στα ελληνικά
πόστο στα δανική