lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πόστο στα πορτογαλικά

Λέξη:
πόστο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (21):
acomodo, atitude, cargo, colocaria, correio, emprego, estaciona, estação, lugar, ocupais, ofício, posiciona, posição, posto, postura, presto, sentinela, sitio, situação, tarefa, trabalho
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πόστο, πόστο συνώνυμο, πόστο συνώνυμα, πόστο μεταφραση, πόστο μαρούσι, πόστο λαμία, πόστο στα πορτογαλικά, acomodo στα ελληνικά
πόστο στα πορτογαλικά