lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πόστο στα ουγγρική

Λέξη:
πόστο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (9):
képviselet, kirendeltség, állás, elhelyezkedés, őrhely, őrség, álláspont, beosztás, helyzet
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική πόστο, πόστο συνώνυμο, πόστο συνώνυμα, πόστο μεταφραση, πόστο μαρούσι, πόστο λαμία, πόστο στα ουγγρική, képviselet στα ελληνικά
πόστο στα ουγγρική