lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πόστο στα φινλανδικά

Λέξη:
πόστο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (14):
asema, asenne, asento, kanta, kohta, käyttäminen, olo, paikka, posti, tila, toimi, työ, vartija, virka
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά πόστο, πόστο συνώνυμο, πόστο συνώνυμα, πόστο μεταφραση, πόστο μαρούσι, πόστο λαμία, πόστο στα φινλανδικά, asema στα ελληνικά
πόστο στα φινλανδικά