lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόδιο στα τσεχική

Λέξη:
εμπόδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (32):
bariéra, garáž, hranice, hrazení, hráz, háček, jez, mez, nepříjemnost, nesnadnost, nesnáz, obstrukce, obtíž, obtížnost, potíž, prut, písčina, přehrada, překážka, přepážka, příčka, splav, tyč, těžkost, ucpání, zabránění, zamezení, zábradlí, zábrana, zástrčka, závada, závora
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εμπόδιο, σκόπελος εμπόδιο, παιδαγωγικό εμπόδιο, ονειροκρίτης εμπόδιο, ζώδια εμπόδιο, επιστημολογικό εμπόδιο, εμπόδιο στα τσεχική, bariéra στα ελληνικά
εμπόδιο στα τσεχική