lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάφω στα γαλλικά

Λέξη:
βάφω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (6):
badigeonner, farder, maquiller, peindre, peinturer, plâtrer
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά βάφω, βάφω το σπίτι μου, βάφω το σπίτι, βάφω παλιά έπιπλα, βάφω μόνος μου το σπίτι, βάφω μόνος μου, βάφω στα γαλλικά, badigeonner στα ελληνικά
βάφω στα γαλλικά