lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάφω στα ουγγρική

Λέξη:
βάφω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
ábrázolni, festék, festeni, mázolni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική βάφω, βάφω το σπίτι μου, βάφω το σπίτι, βάφω παλιά έπιπλα, βάφω μόνος μου το σπίτι, βάφω μόνος μου, βάφω στα ουγγρική, ábrázolni στα ελληνικά
βάφω στα ουγγρική