lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάφω στα σουηδικά

Λέξη:
βάφω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (4):
färglägga, måla, maple, stryka
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά βάφω, βάφω το σπίτι μου, βάφω το σπίτι, βάφω παλιά έπιπλα, βάφω μόνος μου το σπίτι, βάφω μόνος μου, βάφω στα σουηδικά, färglägga στα ελληνικά
βάφω στα σουηδικά