lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάφω στα ρωσικά

Λέξη:
βάφω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
выкрашивать, красить, окрашивать, разрисовывать, рисовать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά βάφω, βάφω το σπίτι μου, βάφω το σπίτι, βάφω παλιά έπιπλα, βάφω μόνος μου το σπίτι, βάφω μόνος μου, βάφω στα ρωσικά, выкрашивать στα ελληνικά
βάφω στα ρωσικά