lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάφω στα ισπανικά

Λέξη:
βάφω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (3):
afeitar, maquillarse, pintar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά βάφω, βάφω το σπίτι μου, βάφω το σπίτι, βάφω παλιά έπιπλα, βάφω μόνος μου το σπίτι, βάφω μόνος μου, βάφω στα ισπανικά, afeitar στα ελληνικά
βάφω στα ισπανικά