lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάφω στα ιταλικά

Λέξη:
βάφω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (4):
dipingere, pitturare, truccarsi, verniciare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά βάφω, βάφω το σπίτι μου, βάφω το σπίτι, βάφω παλιά έπιπλα, βάφω μόνος μου το σπίτι, βάφω μόνος μου, βάφω στα ιταλικά, dipingere στα ελληνικά
βάφω στα ιταλικά