lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάφω στα γερμανικά

Λέξη:
βάφω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
abbilden, anstreichen, bemalen, malen, streichen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βάφω, βάφω το σπίτι μου, βάφω το σπίτι, βάφω παλιά έπιπλα, βάφω μόνος μου το σπίτι, βάφω μόνος μου, βάφω στα γερμανικά, abbilden στα ελληνικά
βάφω στα γερμανικά