lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ορυχείο στα γαλλικά

Λέξη:
ορυχείο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (17):
aval, bas, charbonnage, creux, découverte, enfonçure, fosse, gresserie, industrie, marbrière, marnière, mine, plâtrière, puisard, salière, soufrière, trou
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά ορυχείο, ορυχείο χρυσού χαλκιδική, ορυχείο χρυσού, ορυχείο πεδίου αμυνταίου, ορυχείο μαυροπηγής, ορυχείο καρδιάς, ορυχείο στα γαλλικά, aval στα ελληνικά
ορυχείο στα γαλλικά