lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ορυχείο στα ουγγρική

Λέξη:
ορυχείο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (7):
fenék, gödör, mélyedés, sírgödör, akna, bánya, enyém
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ορυχείο, ορυχείο χρυσού χαλκιδική, ορυχείο χρυσού, ορυχείο πεδίου αμυνταίου, ορυχείο μαυροπηγής, ορυχείο καρδιάς, ορυχείο στα ουγγρική, fenék στα ελληνικά
ορυχείο στα ουγγρική