lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δένω στα γερμανικά

Λέξη:
δένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
anbinden, anknüpfen, anschließen, binden, bindung, fügen, gesellen, verbinden, vereinigen, verknüpfen, verschmelzen, zusammenfügen, zusammenschließen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δένω, ρήμα δίνω, κόμπο δένω, δένω το γάιδαρό μου, δένω συνώνυμα, δένω δένομαι, δένω στα γερμανικά, anbinden στα ελληνικά
δένω στα γερμανικά