lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δένω στα φινλανδικά

Λέξη:
δένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (8):
kiinnittää, köyttää, sitoa, kahlehtia, kytkeä, liittää, eheyttää, koota
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά δένω, ρήμα δίνω, κόμπο δένω, δένω το γάιδαρό μου, δένω συνώνυμα, δένω δένομαι, δένω στα φινλανδικά, kiinnittää στα ελληνικά
δένω στα φινλανδικά