lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δένω στα νορβηγικά

Λέξη:
δένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (14):
binde, blanda, foga, forbinde, forene, knop, knut, knyta, knytte, koble, kombinere, sammensatt, snøre, tillegge
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά δένω, ρήμα δίνω, κόμπο δένω, δένω το γάιδαρό μου, δένω συνώνυμα, δένω δένομαι, δένω στα νορβηγικά, binde στα ελληνικά
δένω στα νορβηγικά