lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δένω στα ουγγρική

Λέξη:
δένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (12):
csatlakozik, csatolni, fűzni, hozzáköt, kapcsol, kapcsolni, kapcsolódik, köt, kötni, odakötni, összeköt, összekötni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική δένω, ρήμα δίνω, κόμπο δένω, δένω το γάιδαρό μου, δένω συνώνυμα, δένω δένομαι, δένω στα ουγγρική, csatlakozik στα ελληνικά
δένω στα ουγγρική