lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δένω στα δανική

Λέξη:
δένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
binde, forbinde, knop, knut, knytte, snøre, forene, koble, samle
Σχετικές λέξεις:
δανική δένω, ρήμα δίνω, κόμπο δένω, δένω το γάιδαρό μου, δένω συνώνυμα, δένω δένομαι, δένω στα δανική, binde στα ελληνικά
δένω στα δανική