lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δένω στα πορτογαλικά

Λέξη:
δένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
acoplar, agregar, aliar, alunar, amalgamar, amarrar, atar, combinar, conectar, fundir, juntar, juntares, ligar, misturar, reunir, soldar, unificar, unir, vincular
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δένω, ρήμα δίνω, κόμπο δένω, δένω το γάιδαρό μου, δένω συνώνυμα, δένω δένομαι, δένω στα πορτογαλικά, acoplar στα ελληνικά
δένω στα πορτογαλικά