lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δένω στα πολωνική

Λέξη:
δένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
przywiązywać, wiązać, wiązanie, łączyć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική δένω, ρήμα δίνω, κόμπο δένω, δένω το γάιδαρό μου, δένω συνώνυμα, δένω δένομαι, δένω στα πολωνική, przywiązywać στα ελληνικά
δένω στα πολωνική