lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκρίνω στα γερμανικά

Λέξη:
εγκρίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
aushalten, ausstehen, befürworten, ertragen, fördern, gefördert, stützen, unterstützen, verteidigen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εγκρίνω, εγκρίνω χρόνοι, εγκρίνω χρονικη αντικατασταση, εγκρίνω συνώνυμα, εγκρίνω προστακτική, εγκρίνω μετάφραση, εγκρίνω στα γερμανικά, aushalten στα ελληνικά
εγκρίνω στα γερμανικά