lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκρίνω στα σουηδικά

Λέξη:
εγκρίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (9):
befrämja, billige, främja, gynna, stöd, stödja, understöd, understödja, understötte
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά εγκρίνω, εγκρίνω χρόνοι, εγκρίνω χρονικη αντικατασταση, εγκρίνω συνώνυμα, εγκρίνω προστακτική, εγκρίνω μετάφραση, εγκρίνω στα σουηδικά, befrämja στα ελληνικά
εγκρίνω στα σουηδικά