lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκρίνω στα τσεχική

Λέξη:
εγκρίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (15):
chránit, hájit, nadržovat, opřít, podepřít, podložit, podporovat, podpořit, podpírat, pomáhat, potvrzovat, snést, udržovat, vydržovat, živit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εγκρίνω, εγκρίνω χρόνοι, εγκρίνω χρονικη αντικατασταση, εγκρίνω συνώνυμα, εγκρίνω προστακτική, εγκρίνω μετάφραση, εγκρίνω στα τσεχική, chránit στα ελληνικά
εγκρίνω στα τσεχική