lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκρίνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
εγκρίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
ajudar, amparar, apoiar, encostar, espaldar, favorecer, fomentar, patrocinar, promover, secundar, sustentar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εγκρίνω, εγκρίνω χρόνοι, εγκρίνω χρονικη αντικατασταση, εγκρίνω συνώνυμα, εγκρίνω προστακτική, εγκρίνω μετάφραση, εγκρίνω στα πορτογαλικά, ajudar στα ελληνικά
εγκρίνω στα πορτογαλικά