lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκρίνω στα αγγλικά

Λέξη:
εγκρίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (17):
advocate, approve, assist, back, countenance, encourage, endorse, espouse, exemplify, exhort, further, pared, patronize, promote, subscribe, support, uphold
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά εγκρίνω, εγκρίνω χρόνοι, εγκρίνω χρονικη αντικατασταση, εγκρίνω συνώνυμα, εγκρίνω προστακτική, εγκρίνω μετάφραση, εγκρίνω στα αγγλικά, advocate στα ελληνικά
εγκρίνω στα αγγλικά