lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκρίνω στα ιταλικά

Λέξη:
εγκρίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (11):
appoggiare, assecondare, avallare, caldeggiare, favorire, fiancheggiare, promuovere, puntellare, sorreggere, sostenere, suffragare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά εγκρίνω, εγκρίνω χρόνοι, εγκρίνω χρονικη αντικατασταση, εγκρίνω συνώνυμα, εγκρίνω προστακτική, εγκρίνω μετάφραση, εγκρίνω στα ιταλικά, appoggiare στα ελληνικά
εγκρίνω στα ιταλικά