lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκρίνω στα νορβηγικά

Λέξη:
εγκρίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (6):
begunstige, billige, favorisere, fremme, godkjenne, understøtte
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά εγκρίνω, εγκρίνω χρόνοι, εγκρίνω χρονικη αντικατασταση, εγκρίνω συνώνυμα, εγκρίνω προστακτική, εγκρίνω μετάφραση, εγκρίνω στα νορβηγικά, begunstige στα ελληνικά
εγκρίνω στα νορβηγικά