lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πληρώνω στα ρωσικά

Λέξη:
πληρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
оплачивать, платить, уплачивать, заплатить, уплатить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πληρώνω, πληρώνω όσο πετάω, πληρώνω το τίμημα, πληρώνω το μάρμαρο, πληρώνω τη νύφη, πληρώνω τερζήσ, πληρώνω στα ρωσικά, оплачивать στα ελληνικά
πληρώνω στα ρωσικά