lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πληρώνω στα γαλλικά

Λέξη:
πληρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (15):
acquitter, affranchir, autofinancer, casquer, défrayer, financer, gager, latter, monnayer, payer, régler, régulariser, rémunérer, rétribuer, stipendier
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά πληρώνω, πληρώνω όσο πετάω, πληρώνω το τίμημα, πληρώνω το μάρμαρο, πληρώνω τη νύφη, πληρώνω τερζήσ, πληρώνω στα γαλλικά, acquitter στα ελληνικά
πληρώνω στα γαλλικά