lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πληρώνω στα δανική

Λέξη:
πληρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
bekoste, betale, lønne
Σχετικές λέξεις:
δανική πληρώνω, πληρώνω όσο πετάω, πληρώνω το τίμημα, πληρώνω το μάρμαρο, πληρώνω τη νύφη, πληρώνω τερζήσ, πληρώνω στα δανική, bekoste στα ελληνικά
πληρώνω στα δανική