lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λόφος στα δανική

Λέξη:
λόφος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
bakke, høj, ås, hang, klint, brystvorte, højde, skrænt, stigning
Σχετικές λέξεις:
δανική λόφος, λόφος φιλοπάππου χάρτης, λόφος φιλοπάππου, λόφος στρέφη, λόφος σικελίας, λόφος πνύκας, λόφος στα δανική, bakke στα ελληνικά
λόφος στα δανική