lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λόφος στα αγγλικά

Λέξη:
λόφος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (22):
acclivity, altitude, ascension, ascent, butte, elevation, eminence, erection, height, highland, hill, hillock, knoll, kopje, mound, nipple, prominence, promontory, rise, tower, upgrade, uphill
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά λόφος, λόφος φιλοπάππου χάρτης, λόφος φιλοπάππου, λόφος στρέφη, λόφος σικελίας, λόφος πνύκας, λόφος στα αγγλικά, acclivity στα ελληνικά
λόφος στα αγγλικά