lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λόφος στα γερμανικά

Λέξη:
λόφος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
anhöhe, hügel, höhe, aufstieg, buckel, erektion, erhebung, erhöhung, errichtung, steigung
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά λόφος, λόφος φιλοπάππου χάρτης, λόφος φιλοπάππου, λόφος στρέφη, λόφος σικελίας, λόφος πνύκας, λόφος στα γερμανικά, anhöhe στα ελληνικά
λόφος στα γερμανικά