lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λόφος στα νορβηγικά

Λέξη:
λόφος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (17):
backe, bakke, berg, brystvorte, fjell, haug, høyde, klint, knabb, kulle, napp, oppførelse, oppstigning, spene, stigning, ås, åsrygg
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά λόφος, λόφος φιλοπάππου χάρτης, λόφος φιλοπάππου, λόφος στρέφη, λόφος σικελίας, λόφος πνύκας, λόφος στα νορβηγικά, backe στα ελληνικά
λόφος στα νορβηγικά