lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λόφος στα πορτογαλικά

Λέξη:
λόφος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
colina, lomba, cerro, eminência, morro, monte, elevaria, mamilo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά λόφος, λόφος φιλοπάππου χάρτης, λόφος φιλοπάππου, λόφος στρέφη, λόφος σικελίας, λόφος πνύκας, λόφος στα πορτογαλικά, colina στα ελληνικά
λόφος στα πορτογαλικά