lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σοβαρός στα δανική

Λέξη:
σοβαρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (38):
adskillig, alvorlig, ampler, anselig, barbarisk, barsk, besk, bister, fast, grav, graverende, grov, grusom, gyldig, heftig, holdbar, hård, intens, pikant, ram, rigid, rå, seriøs, skarp, spids, stel, stiv, stor, stram, streng, strid, strikt, svær, tvær, vanskelig, vigtig, viske, vråen
Σχετικές λέξεις:
δανική σοβαρός, σοβαρόσ τραυματισμόσ τσιρλίντερ, σοβαρόσ τραυματισμόσ άνδρα τησ διασ, σοβαρόσ αντώνυμο, σοβαρός τραυματισμός χορεύτριας- μοντέλου σε live show, σοβαρός συνώνυμο, σοβαρός στα δανική, adskillig στα ελληνικά
σοβαρός στα δανική