lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σοβαρός στα ρωσικά

Λέξη:
σοβαρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (33):
важен, важный, горячий, грубый, действительный, жестокий, значительный, крутой, лезвие, лют, лютый, мучительный, необработанный, остер, остроконечный, острый, остёр, проницательный, резкий, респектабелен, респектабельный, свирепый, серьезен, серьезный, серьёзный, степенен, степенный, строг, строгий, суровый, сырой, уважителен, уважительный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σοβαρός, σοβαρόσ τραυματισμόσ τσιρλίντερ, σοβαρόσ τραυματισμόσ άνδρα τησ διασ, σοβαρόσ αντώνυμο, σοβαρός τραυματισμός χορεύτριας- μοντέλου σε live show, σοβαρός συνώνυμο, σοβαρός στα ρωσικά, важен στα ελληνικά
σοβαρός στα ρωσικά