lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξαλείφω στα λευκορωσίας

Λέξη:
εξαλείφω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
ліквідаваць, знішчаць, прыбіраць, прымаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας εξαλείφω, εξαλείφω συνώνυμο, εξαλείφω ορισμος, εξαλείφω κλιση, εξαλείφω αρχικοι χρονοι, εξαλείφω αρχαια, εξαλείφω στα λευκορωσίας, ліквідаваць στα ελληνικά
εξαλείφω στα λευκορωσίας