lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξαλείφω στα πορτογαλικά

Λέξη:
εξαλείφω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (26):
abastar, abolir, afastar, aguentar, anular, apagar, apartar, banir, borrar, cancelar, comportar, digerir, eliminar, enxugar, evacuar, expulsar, limpar, liquidar, padecer, quitar, resistir, revogar, sofrer, suportar, suprimir, tolerar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εξαλείφω, εξαλείφω συνώνυμο, εξαλείφω ορισμος, εξαλείφω κλιση, εξαλείφω αρχικοι χρονοι, εξαλείφω αρχαια, εξαλείφω στα πορτογαλικά, abastar στα ελληνικά
εξαλείφω στα πορτογαλικά