lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξαλείφω στα φινλανδικά

Λέξη:
εξαλείφω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (13):
kannattaa, kantaa, karsia, kumota, kärsiä, lakkauttaa, peruuttaa, poistaa, pyyhkiä, sietää, suvaita, syrjäyttää, tyhjentää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά εξαλείφω, εξαλείφω συνώνυμο, εξαλείφω ορισμος, εξαλείφω κλιση, εξαλείφω αρχικοι χρονοι, εξαλείφω αρχαια, εξαλείφω στα φινλανδικά, kannattaa στα ελληνικά
εξαλείφω στα φινλανδικά