lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξαλείφω στα ρωσικά

Λέξη:
εξαλείφω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
вычёркивать, ликвидировать, отодвигать, отчеркивать, отчёркивать, сносить, терпеть, удалять, уничтожать, упразднять, устранять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εξαλείφω, εξαλείφω συνώνυμο, εξαλείφω ορισμος, εξαλείφω κλιση, εξαλείφω αρχικοι χρονοι, εξαλείφω αρχαια, εξαλείφω στα ρωσικά, вычёркивать στα ελληνικά
εξαλείφω στα ρωσικά