lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξαλείφω στα νορβηγικά

Λέξη:
εξαλείφω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (22):
annullere, avhjelpe, avlaste, avlyse, avskaffa, avskaffe, avvikle, bæra, bære, eliminere, fjerne, fordra, gjennomgå, hiss, lide, likvidere, orke, slette, trekke, tåle, utholde, utstå
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά εξαλείφω, εξαλείφω συνώνυμο, εξαλείφω ορισμος, εξαλείφω κλιση, εξαλείφω αρχικοι χρονοι, εξαλείφω αρχαια, εξαλείφω στα νορβηγικά, annullere στα ελληνικά
εξαλείφω στα νορβηγικά