lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξαλείφω στα δανική

Λέξη:
εξαλείφω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
aflaste, aflyse, annullere, bære, eliminere, fjerne, lide, likvidere, orke, slette, tåle, udholde
Σχετικές λέξεις:
δανική εξαλείφω, εξαλείφω συνώνυμο, εξαλείφω ορισμος, εξαλείφω κλιση, εξαλείφω αρχικοι χρονοι, εξαλείφω αρχαια, εξαλείφω στα δανική, aflaste στα ελληνικά
εξαλείφω στα δανική