lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργατικός στα γερμανικά

Λέξη:
εργατικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
arbeitsam, begierig, brennend, dringend, eifrig, eilig, emsig, fleißig, geschäftig, gierig, leidenschaftlich, strebsam
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εργατικός, εργατικόσ συνώνυμο, εργατικός τουρισμός, εργατικός οδηγός επιχείρησης 2013, εργατικός οδηγός επιχείρησης, εργατικός νόμος, εργατικός στα γερμανικά, arbeitsam στα ελληνικά
εργατικός στα γερμανικά