lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργατικός στα ρωσικά

Λέξη:
εργατικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (16):
алчный, горячий, истовый, прилежен, прилежный, ревностен, ревностный, рьян, рьяный, спешный, срочный, трудолюбивый, усерден, усердный, экстрен, экстренный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εργατικός, εργατικόσ συνώνυμο, εργατικός τουρισμός, εργατικός οδηγός επιχείρησης 2013, εργατικός οδηγός επιχείρησης, εργατικός νόμος, εργατικός στα ρωσικά, алчный στα ελληνικά
εργατικός στα ρωσικά